Κάθισε
γυμνός και μεθυσμένος σε ένα δωμάτιο μια καλοκαιρινή
νύχτα,
παίζοντας με τη λεπίδα του μαχαιριού
στα ακροδάχτυλα του, γελώντας και ενθυμούμενος
στα ακροδάχτυλα του, γελώντας και ενθυμούμενος
όλα
τα γράμματα που είχε παραλάβει
λέγοντας του ότι
ο τρόπος που κείνος έζησε και έγραψε για αυτόν
τον έκαναν να σταθεί στα πόδια του
λέγοντας του ότι
ο τρόπος που κείνος έζησε και έγραψε για αυτόν
τον έκαναν να σταθεί στα πόδια του
όταν
όλα φάνταζαν
πέρα
για πέρα
απελπιστικά
τοποθέτησε
την λεπίδα στο τραπέζι και
την
χτύπησε με το δάχτυλο του
κι
εκείνη περιστράφηκε
σε
ένα αστραφτερό κύκλο
κάτω
από το φως της λάμπας
ποιος
στο διάολο θα με σώσει;
σκέφτηκε
και
καθώς η κόψη του μαχαιριού σταμάτησε
η
απάντηση ήρθε:
θα
πρέπει
εσύ
να σώσεις τον εαυτό σου
εξακολουθώντας
να χαμογελά
α:
άναψε
ένα
τσιγάρο
β:
έβαλε
ένα
ακόμη
ποτό
γ:
έδωσε στην λεπίδα
άλλη
μια
στροφή
Question and Answer – Charles Bukowski
(Απόδοση: Γιώργος Δυνέζης)